ξαναποκτώ

ξαναποκτώ
(Μ ξαναποκτῶ, -άω)
αποκτώ πάλι, κερδίζω ξανά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • εκφυγγάνω — ἐκφυγγάνω (Α) 1. ξεφεύγω 2. αναλαμβάνω μετά από ασθένεια, αναρρώνω, ξαναποκτώ τις δυνάμεις μου …   Dictionary of Greek

  • εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… …   Dictionary of Greek

  • ξαναζωντανεύω — ξαναζωντάνεψα, ξαναζωντανεμένος, γίνομαι ξανά ζωντανός, ξαναποκτώ τη ζωτικότητά μου, αποκτώ πάλι δραστηριότητα: Κι απάνω μου να ξαναζωντανεύω τον καημό που βαριά σας τυραννά (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”